отпаривать - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

отпаривать - translation to γαλλικά


отпаривать      
см. отпарить
ébouillanter      
1) отпаривать
2) обваривать
ébouillanter      
{vt}
1) вымачивать в кипятке; отпаривать
2) обваривать, ошпаривать
- s'ébouillanter

Ορισμός

отпаривать
несов. перех.
1) Гладя утюгом через мокрую тряпку, расправлять материал паром, уничтожать лоск.
2) Размягчая паром, отделять.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για отпаривать
1. Они ничем не пахнут, с них не приходится отпаривать вожделенные марки, в них невозможно увидеть почерк их написавшего, а значит, хотя бы попытаться угадать, в каких условиях оно писалось.
2. Это он надумал смешать овечью волну с мылом, содой, слабым раствором серной кислоты и в поте лица своего стал отпаривать, раскатывать, отбивать полученную массу бессчетное число раз, пока не родилась эта чудесная обувка.